- βάκχοι
- ΒάκχοςBacchusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
MAENOLIUS — Bacchi coglnomen, in Epigram. quasi totum furentem dicas. Μαινόλης apud Plut. περὶ ἀοργησίας, Cuius sacra quâ ratione peragi consueverint, docet Clemens Protreptico, ubi de Bacchanalibus, Διόνυσον, inquit, Μαινόλην ὀργιάζουσι Βάκχοι, ὠμοφαγίᾳ τὴν … Hofmann J. Lexicon universale
ναρθηκοφόρος — ναρθηκοφόρος, ον (Α) 1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος 2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου 3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek